Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.





Κυριακή 30 Αυγούστου 2009

ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΥΡΡΗΝΙΑ

Τούτος ο οικισμός, νότια της Κισσάμου στην Δυτική Κρήτη, αναφέρεται από τους αρχαίους συγγραφείς, ήδη από τα Ελληνιστικά χρόνια, σαν Πολυρρηνία (Πτολεμαίος) Πολύρρηναν, Πολύρρηνον (Σουίδας), Πολυρρήνιον (Πλίνιος) και Πολύρην. Η ετυμολογία και η σημασία της σύνθετης αυτής λέξης δείχνει τον πλούτο και την απασχόληση των κατοίκων της αρχαίας πόλης με την κτηνοτροφία μια που προέρχεται από το επίρρημα πολύ και το όνομα “ρήνεα” που όπως και τα “αρς” “αρήν” “ρην” σημαίνει πρόβατο, πρόβατα, με διπλασιασμό του ρ μετά το φωνήεν του πρώτου συνθετικού. Από τον Ι. Σταματάκο μαθαίνουμε το ίδιο, πολύρρην σημαίνει πλούσιος σε αρνιά.
Παρόλα αυτά σύμβολο της πόλης, όπως αποτυπώνεται στην πίσω όψη νομισμάτων ήδη από τον 4ο π.Χ. αιώνα ήταν το Βουκράνιο – το κεφάλι του Ταύρου.
Η θέση του σημερινού οικισμού σε υψόμετρο 300 - 350 μέτρων με μεσημβρινό δηλαδή νοτιοδυτικό προσανατολισμό βρίσκεται 6,50 χιλιόμετρα ή μία και μισή ώρα – κατά τον αρχαιολόγο Β. Θεοφανείδη που πραγματοποίησε ανασκαφές (Οκτώβριος 1938) στο πλάτωμα των 99 Πατέρων (η εκκλησία κατασκευάστηκε το 1894 με οικοδομικό υλικό που αποτελείται κυρίως από σπόλια) – από το αρχαίο επίνειο του, το σημερινό Καστέλι. Σαν επίνειο αναφέρεται και ο οικισμός στα Φαλάσαρνα. Παλιότερα είχε και την ονομασία Πάνω Παλαιόκαστρο – με αρκετά περισσότερους από τους 100 καταγεγραμμένους σήμερα κατοίκους – σχεδόν όλοι ζουν πια στην έδρα του δήμου Κισσάμου.
Η φυσική ακρόπολη της Πολυρρήνιας βρίσκεται ακόμα πιο ψηλά – στα 418 μέτρα – και παρέμεινε οχυρωμένη μέχρι τα βυζαντινά χρόνια. Από αυτό το υψόμετρο είναι ορατά τόσο το Κρητικό όσο και το Λιβυκό πέλαγος. Η κυριαρχία της πόλης κατά την ρωμαϊκή περίοδο έφθανε μέχρι το Ακρωτήριο που σήμερα ονομάζεται “Σπάθα” (Τίτυρον) όπου έλεγχε το Δικτύνναιο ιερό. Ο λόγος: εχθρός από τα κλασσικά χρόνια των πόλεων στα Ανατολικά δεν έλαβε μέρος στον αγώνα των Κρητών κατά των Ρωμαίων, με αποτέλεσμα να διαφύγει τη λεηλασία και να γνωρίσει όπως και ολόκληρη η περιοχή μεγάλη ακμή.
Η πόλη ιδρύθηκε και κατοικήθηκε από Αχαιούς και Λάκωνες αποίκους γύρω στο 1100 – 1000 π.Χ. αλλά είχε και γηγενή πληθυσμό από παλιότερους ορεινούς οικισμούς στην περιοχή που κατέφυγε εκεί μετά τον περιτειχισμό και την ανάπτυξη της. Το πολιτικό σύστημα ήταν αριστοκρατικό με κοινά στοιχεία οργάνωσης και διοίκησης με αυτά της συμμάχου και μητρόπολης Σπάρτης. Ο ντόπιος πληθυσμός απασχολούνταν σε κατώτερες και βοηθητικές εργασίες. Η Πολυρρήνια αναφέρεται και σε κάποιο από τα επεισόδια των Ομηρικών Επών: Επιστρέφοντας από την Τροία ο Αχαιός Αγαμέμνων πέρασε από εκεί για να προσφέρει θυσία, αλλά η τελετή ματαιώθηκε από κάποια εξέγερση των πληρωμάτων ή των αιχμαλώτων που έκαψαν τα πλοία για να αποικίσουν την περιοχή. Από τότε οι προσφορές και οι σπονδές αίματος που μένουν ανολοκλήρωτες ονομάζονται Κρητικές Θυσίες. Για κάτι παρόμοιο υποθέτει και ο αρχαιολόγος Β. Θεοφανείδης. Η ανασκαφή που ξεκίνησε έφερε στο φώς τους δόμους των βάσεων δύο παράλληλων τοίχων της Ελληνιστικής περιόδου που πιθανολογείται ότι σχηματίζουν την βάση ενός υπερμεγέθους (60 μ. επί 7 μ.) βωμού παρόμοιου με αυτόν των Συρακουσών που άκμαζαν την ίδια εποχή. Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε το είδος των θυσιών που ήταν αιματηρές, το μέγεθος και τα είδη της πρωτογενούς κτηνοτροφικής παραγωγής και τελικά το πλήθος των αμνοεριφίων στην περιοχή εκείνη την εποχή.
Από τις σπουδαιότερες ανακαλύψεις στην Πολυρρήνια, είναι οι θάλαμοι – υπόσκαφες στον βράχο κατοικίες, τα επιβλητικά Τείχη της Ελληνιστικής – Ρωμαϊκής εποχής και τελικά το π(λήθος και η πολυπλοκότητα του δικτύου των δεξαμενών και των υδραγωγείων. Η αλληλεξάρτηση και η στενή σχέση μεταξύ τους αποδεικνύεται ερευνητικά από μια σειρά άλλων μεγάλης σημασίας ευρημάτων. Τέτοια είναι οι λαξευτές υπόγειες δεξαμενές που συνόδευαν και εξυπηρετούσαν τις κατοικίες, το γεγονός ότι το μεγαλύτερο σωζόμενο μέρος των οχυρώσεων έχει κατασκευαστεί σαν αναλυματικοί τοίχοι στις παριές του φυσικού βράχου και τα Ρωμαϊκά Υδραγωγεία με δεξαμενές υπερχείλισης, αγωγούς νερού σκαμμένους στον βράχο και κρήνες ιερών και άλλων λατρευτικών χώρων. Οι αγωγοί περνούν κάτω από το ύψωμα ενώ συνδυάζονται με υπόγειες διεξόδους και σκάλες που πιθανόν να χρησιμοποιήθηκαν για την άμυνα σε πολιορκίες.
Ένα τέτοιο σύμπλεγμα υδραυλικού και οχυρωματικού έργου είναι ο ημικυκλικός πύργος των τειχών που σώζεται στην διαπλάτυνση του δρόμου στην είσοδο του οικισμού. Πρόκειται για μέρος των Ελληνιστικών Τειχών της Πολυρρήνιας. Στο ίδιο σημείο τοποθετείται πύλη των οχυρώσεων – είσοδος στον περιτειχισμένο οικισμό που επισκευάστηκε ή άλλαξε χρήση κατά τα χρόνια της Ρωμαϊκής κυριαρχίας.
Πρόκειται για τον πύργο που αποτυπώνεται σε φωτογραφία στο έργο του L. Savignoni: Espiorazione Archeologica delle provincie occidentali di Creta (1901) με την αναφορά στην λεζάντα ότι πρόκειται για κυκλική κατασκευή. (σελ. 52 – Fig. 21). Ο πύργος υπέστη μεγάλες καταστροφές κατά τις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα όταν οι λαξευμένοι λίθοι της όψης χρησιμοποιήθηκαν σαν οικοδομικό υλικό για την κατασκευή του δημοτικού σχολείου της Πολυρρήνιας. Άλλες πιθανές αιτίες που συνηγορούν για την σημερινή εικόνα του χώρου είναι η διαμόρφωση του δρόμου στην είσοδο του οικισμού όπου ο παλιός ασφαλτοτάπητας δίνει την θέση του σε βοτσαλωτό πλακόστρωτο που έχει κατασκευαστεί σε επίχωση στην κλίση της πλαγιάς καλύπτοντας όπως αποδεικνύει η αρχαιολογική τομή την βάση του πύργου σε σημαντικό ύψος. Τέλος πρέπει να αναφερθούν οι σχετικά πρόσφατες κατασκευές εκατέρωθεν της μικρής πλατείας που βρίσκεται στην θέση του υδραγωγείου και του πύργου – παρόλο που δεν βρίσκονται σε άμεση επαφή με την κάθετη παριά του υψώματος και των τειχών – και που τοποθετούνται επίσης πάνω σε επιχώσεις.
Εκεί καταλήγει και ένα σκέλος του λαξευτού υδραγωγείου που τροφοδοτούσε την πόλη στην κεντρική της είσοδο, αποτελούμενο από δύο αγωγούς, πλάτους 1.35, και ύψους 2.3 μ., που σήμερα καταλήγουν σε δύο πέτρινες γούρνες ενώ σε ιστορικό χάρτη της περιοχής αποτυπώνεται σε μικρή απόσταση η θέση μιας δεξαμενής.

Μετά τις πρώτες επισκέψεις μας και την απόκτηση μιας συνολικής εικόνας – ακόμα και μετά την συλλογή μαρτυριών που προδίδουν τις μεταλλαγές στην κατάσταση των αρχαίων μνημείων της Πολυρρήνιας μέσα στον χρόνο, τουλάχιστον για τις τελευταίες δεκαετίες, έγινε δυνατή η αναγνώριση ορισμένων από τα πρωτογενή τους χαρακτηριστικά αλλά και πολλών από τα επικαλυπτόμενα στάδια τους που τελικά προβλέπουν και την εξέλιξη τους στο μέλλον.
H αναγνώρισή όμως των υπόλοιπων χαρακτηριστικών του τόπου και του οικισμού εξαρτάται από όλη την φυσική, πολιτική και πολιτιστική εξέλιξη του.
Σήμερα η ροή των επισκεπτών, των κατοίκων ή των τουριστών οδηγείται μέσα σε προκαθορισμένες επιλογές. Και αυτός ο ιδιαίτερος τόπος με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα, όπου μπορούμε ή μας επιτρέπεται να τον παρατηρήσουμε, δυστυχώς παρουσιάζει αυτές τις συγκεκριμένες συνθήκες, μόνο επειδή εμείς είμαστε με κάποιο τρόπο παρόντες.
Συνέχεια ΕΔΩ

ΠΗΓΗ: http://kakatsak.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια: