Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.





Σάββατο 18 Απριλίου 2015

ΟΛΩΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΩΣ

Ο χαρακτήρας και η δεσποτεία του χρήματος
Γράφει ο Μανώλης Κουφάκης*
Είναι κατανοητό ότι η εφεύρεση του χρήματος ως μέσου ανταλλαγής προϊόντων και υπηρεσιών έφερε τεράστιες αλλαγές στις ανθρώπινες κοινωνίες και έδωσε επίσης τεράστια ώθηση σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δράσης. Όπως όμως όλα τα πράγματα στη ζωή έχει κι αυτό δύο όψεις, την καλή και την κακή.
Είναι γνωστό ότι ο καπιταλισμός, όχι μόνο το όνομα έχει πάρει από το χρήμα, αλλά γι’ αυτό εφευρέθηκε, γι’ αυτό ζει, γι’ αυτό υπάρχει. Η σχέση όμως του καπιταλισμού με το χρήμα δεν παρέμεινε πάντοτε η ίδια. Γι’ αυτό τα τελευταία χρόνια όλο και σηκώνεται μια συζήτηση για το μέλλον του καπιταλισμού. Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του χρήματος που άλλαξαν σε τέτοιο βαθμό τα τελευταία χρόνια ώστε να προβληματίζουν γι’ αυτή την ίδια τη σταθερότητα και την επιβίωση του συστήματος. Το πρώτο χαρακτηριστικό που στις μέρες μας έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις ώστε να απειλεί τον καπιταλισμό, δηλαδή τον ίδιο τον υμνητή του που το έχει φθάσει σε σημεία αποθέωσης, είναι η τεράστια υπερσυγκέντρωση του χρήματος, η οποία βέβαια δημιουργεί τεράστιες ανισότητες εισοδήματος και πλούτου στον κόσμο.
Για να πάρουμε μια γεύση θα δώσουμε τα στοιχεία που παρουσίασε πρόσφατα ο Ρόμπερτ Ράιχ, πρώην υπουργός Εργασίας του ......
.προέδρου Κλίντον, για τις ανισότητες στις ΗΠΑ (1): Ο μέσος εργατικός μισθός, από 48.000 δολάρια τον χρόνο το 1978, έχει σήμερα (σημ. Νοέμβριος 2013) καταπέσει στις 34.000 δολάρια με όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης. Από την άλλη πλευρά, το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού, που διέθετε 393.000 δολάρια ανά νοικοκυριό το 1978, δηλώνει σήμερα κατά μέσο όρο 1,1 εκατομμύριο ανά νοικοκυριό. Στην διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, το 1% του πληθυσμού καρπώθηκε το 90% από την αύξηση του αμερικανικού ΑΕΠ, ενώ το 99% του πληθυσμού καρπώθηκε το υπόλοιπο 10%. Τετρακόσια άτομα διαθέτουν τόσο συνολικό εισόδημα όσο 150 εκατομμύρια Αμερικανών. Σύμφωνα με τον διεθνή οργανισμό για τη φτώχεια OXFAM, το 1% της ανθρωπότητας διαθέτει σήμερα όσο το υπόλοιπο 99%. Ογδόντα πέντε (85) δισεκατομμυριούχοι με συνολική περιουσία 1,7 τρισεκατομμύρια δολάρια οικειοποιούνται σήμερα τόσο εισόδημα όσο 50% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Οι περιουσίες των Ευρωπαίων εκατομμυριούχων ανέρχονται σε 17 τρισεκατομμύρια ευρώ, κατά το αριστερό κόμμα της Γερμανίας Λίνκε, και θα μπορούσαν να υπερκαλύψουν το συνολικό χρέος των 28 χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ύψους 11 τρισεκατομμυρίων, παραμένοντας οι ίδιοι πάντα εκατομμυριούχοι. Αν’ αυτού, οι φορολογούμενοι χρηματοδοτούν συνεχώς με πακέτα στήριξης την πλουτοκρατία. Αν και οι οικονομολόγοι οπαδοί των Φρειδερίκου Χάγεκ, Μίλτον Φρίντμαν και Άυν Ραντ (των οποίων οι θεωρίες εφαρμοσθείσες κατέστρεψαν τις Λατινοαμερικάνικες οικονομίες), συνεχίζουν να εγκωμιάζουν τις ανισότητες, τις οποίες θεωρούν ως «απαράκαμπτη προϋπόθεση» για την «εξυγίανση», την ανάκαμψη και την ευημερία, εν τούτοις στις Ηνωμένες Πολιτείες αρχίζει να γίνεται αντιληπτό το ακριβώς αντίθετο. Μάλιστα ο πρόεδρος Ομπάμα στις 29 Ιανουαρίου 2014, στην ετήσια αγόρευσή του προς το αμερικανικό έθνος, όχι μόνο κατήγγειλε τις ανισότητες εισοδήματος και πλούτου στη χώρα του και στον κόσμο – ανισότητες που συνεχίζουν να οξύνονται – αλλά διακήρυξε επίσης ότι «η ανισότητα σκοτώνει την οικονομία».
«Ωστόσο», λέει ο Καθηγητής Κ. Βεργόπουλος στο εξαιρετικό βιβλίο του «εάν στις Ηνωμένες Πολιτείες η στενή σχέση ανάμεσα στην όξυνση των ανισοτήτων και στη σημερινή στασιμότητα της οικονομίας αποβαίνει όλο και περισσότερο προφανής, στην Ευρώπη, και ιδίως στη Γερμανία, η αυτή ιδέα παραμένει ασύλληπτη, ακατανόητη και φυσικά “εκτός ατζέντας”. Η στασιμότητα και οι σημερινές ανισότητες θυμίζουν μια προηγούμενη ιστορική περίοδο, που είχε επίσης σφραγισθεί με την οξύτατη πόλωση στην κατανομή των εισοδημάτων και στην υπερσυγκέντρωση του πλούτου: την δεκαετία του 1920, που οδήγησε στο μεγάλο κραχ του 1929 και στην “Μεγάλη Ύφεση” που ακολούθησε στην δεκαετία του 1930. Πώς είναι δυνατόν να μην βλέπει κάποιος τη στενή σχέση αιτίου και αιτιατού ανάμεσα στην μαζική φτωχοποίηση, στην συγκέντρωση του πλούτου και στην επιτάχυνση της οικονομίας προς την στασιμότητα; Οι δαπάνες 400 ατόμων δεν θα μπορέσουν ποτέ να αντισταθμίσουν αυτές των 150 εκατομμυρίων Αμερικανών, ούτε 85 δισεκατομμυριούχοι θα δαπανήσουν ποτέ όσα το 50 % της ανθρωπότητας: όσο περισσότερο τα εισοδήματα συγκεντρώνονται στην κορυφή τόσο περισσότερο η εθνική δαπάνη στην οικονομία περιστέλλεται και η ζήτηση συρρικνώνεται, επ’ ωφελεία της αποταμίευσης και της χρηματιστικοποίησης, εις βάρος των επενδύσεων και της απασχόλησης. Όταν η περιουσία των πλουσίων διογκώνεται όχι μέσω αύξησης της παραγωγής, αλλά μέσω της ιδιοποίησης αυξανόμενου μεριδίου από την προστιθέμενη αξία, τότε η οικονομία συρρικνώνεται, τότε το σύστημα υπονομεύει και αποσταθεροποιεί τις προϋποθέσεις της δικής του αναπαραγωγής, ακόμη και για το άμεσο μέλλον. Η τρέχουσα στασιμότητα του καπιταλιστικού συστήματος δεν είναι μια θεωρητική σύλληψη ούτε μια έμμονη ιδέα, αλλά συνιστά ένα εμπειρικό απολογισμό, με οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες και επιπτώσεις μείζονος σημασίας.
Το νεοφιλελεύθερο εγχείρημα, στην διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών, δεν κατόρθωσε να βγάλει τον καπιταλισμό από την κρίση του, αλλά αντίθετα τον έχει βυθίσει ακόμη πιο βαθειά σε αυτήν. Δεν εγκατέστησε το σύστημα σε κάποια “νέα σταθερότητα”, αλλά αντίθετα σε όλο και βαθύτερη αποσταθεροποίηση και αδιέξοδο». Και εδώ ερχόμαστε στο δεύτερο αποσταθεροποιητικό χαρακτηριστικό της χρήσης του χρήματος στις μέρες μας, δηλαδή στην περιστολή της πραγματικής οικονομίας επ’ ωφελεία της αποταμίευσης και της χρηματιστικοποίησης. Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος του προβλήματος θα χρησιμοποιήσουμε πάλι ένα παράδειγμα από τις ΗΠΑ, που αναφέρει στο βιβλίο του ο Καθηγητής Βεργόπουλος: «Στις 22 Ιανουαρίου 2014 οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς ανήγγειλαν ότι οι μη-χρηματιστικές αμερικανικές εταιρείες κατακρατούν 2,8 τρισεκατομμύρια δολάρια και εξ αυτών 150 δισεκατομμύρια παραμένουν στα χρηματοκιβώτια της γνωστής εταιρείας Apple». Από την πλευρά τους οι Τάιμς Νέας Υόρκης επισημαίνουν: «Οι επιχειρήσεις φαίνεται ότι προτιμούν να συσσωρεύουν χρήμα ή να το χρησιμοποιούν για αγορές χρηματιστηριακών τίτλων, παρά για να δημιουργούν πρόσθετες παραγωγικές ικανότητες».
Σημειώνεται ακόμη ότι, ενώ η αξία των «άυλων» τίτλων αντιπροσώπευε το 5% του ενεργητικού των αμερικανικών επιχειρήσεων κατά την δεκαετία του 1970, είχε εκτιναχθεί σε 60% το 2010. Φαίνεται λοιπόν, όπως σημειώνει ο Τομά Πικετύ από το ΜΙΤ, ότι στην εποχή μας ο «επιχειρηματικός καπιταλισμός» εκτοπίζεται από τον «περιουσιακό καπιταλισμό», ο οποίος δεν βασίζεται πλέον στην παραγωγή νέου πλούτου, αλλά στην αρπακτική συσσώρευση μέσω των χρηματιστικών μορφών και του εικονικού χρήματος. Μεταξύ των ετών 2010 και 2013 η ομοσπονδιακή τράπεζα προμήθευσε πρόσθετη ρευστότητα στην αμερικανική οικονομία περίπου 4.000 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ωστόσο, το μέγιστο μέρος αυτής δεν χρησιμοποιήθηκε προς ενίσχυση της εξασθενημένης από την κρίση του 2008 οικονομίας της χώρας, αλλά διέρρευσε σε περισσότερο αποδοτικές κερδοσκοπικές τοποθετήσεις στο εξωτερικό, ιδίως στις αναδυόμενες αγορές, με πολύ υψηλότερα χρηματικά επιτόκια.
Συνέπεια αυτού είναι ότι η συνολική ρευστότητα που παραμένει στην διάθεση της αμερικανικής οικονομίας δεν είχε διόλου αυξηθεί το 2013 σε σχέση με το 2008, αλλά αντιθέτως διατηρείται μέχρι σήμερα σε κατώτερα και ανεπαρκή επίπεδα. Το αυτό φαινόμενο καταγράφεται επίσης στην Ευρώπη, παρά τις ενέσεις ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που έχουν ανέλθει μέχρι σήμερα (σημ. Δεκέμβριος 2013) σε περίπου 3.000 δισεκατομμύρια ευρώ. Η κατάσταση συνοψίζεται σε μια φράση: «ενώ η προσφορά χρήματος αυξάνεται, η οικονομία αποφεύγει την επανεκκίνηση». Αλλά όταν το σύστημα αρνείται την επανεκκίνηση, άμεση συνέπεια είναι η συρρίκνωση της παραγωγής και της απασχόλησης, που περιέρχονται στο έλεος της χρηματιστικής κερδοσκοπίας, και το σύστημα περιέρχεται σε μια ασταθή πορεία προς ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα.
(*) Δρ. Μηχανικός τ. Δ/ντής ΔΕΔΔΗΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια: