Η επίσκεψη στην Κίσαμο είναι μοναδική εμπειρία. Η γνωριμία με την επαρχία δεν έχει να κάνει μονάχα με το ζεστό και φωτεινό ήλιο, την κρυστάλλινη θάλασσα, τα φαράγγια, την παρθένα γη, την μεγάλη χρονική διάρκεια διακοπών σας στην περιοχή. Η γνωριμία με την επαρχία Κισάμου είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στην μακραίωνη ιστορία της, τον πολιτισμό, την παράδοση, τα ήθη και έθιμα, την φιλόξενη ψυχή των ανθρώπων της....Όσοι δεν μπορείτε να το ζήσετε... απλά κάντε μια βόλτα στο ιστολόγιο αυτό και αφήστε την φαντασία σας να σας πάει εκεί που πρέπει...μην φοβάστε έχετε οδηγό.... τις ανεπανάληπτες φωτογραφίες του καταπληκτικού Ανυφαντή.





Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αληθινες ιστοριες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αληθινες ιστοριες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2019

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ ΚΑΙ ΚΙΣΑΜΟΣ

........μικρό παπαδοπαίδι, ο Γιώργος, μεγάλωνε ακούγοντας πολεμικές ιστορίες. Καμάρωνε. Προτιμούσε τον Γεώργιο Καραϊσκάκη. Στο σχολείο ο Γιώργος ήταν πρώτος. Το ίδιο και στο σχολαρχείο. Στις δουλειές όμως τον έστελνε με το ζόρι. Δεν του άρεσε να ταΐζει και να φροντίζει τα ζώα. «δεν γένουμε τζουπάνος ιγώ» έλεγε και ξανάλεγε ο Γιώργος στον πατέρα του Όμως !…….. Μια μέρα, καθώς πήγαινε τροφή στα πρόβατα, πέρασε και από το σιδηροδρομικό σταθμό Φαναρίου, που τότε ήταν υπό κατασκευή. Τον είδε ο υπεύθυνος και τον φώναξε να του γράψει κάτι. Ο Γιώργος έτρεξε και του έγραψε αυτό που ήθελε. Σαν είδε ο σταθμάρχης, ο Τσατσαράγκος, την καλλιγραφία του και τη ορθή σύνταξη, έμεινε άφωνος. Ο αρχιτεχνίτης ήταν Γάλλος. Μιλώντας μαζί του τον συμπάθησε και του χάρισε ένα βιβλίο. Γαλλικά, άνευ διδασκάλου. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, ο Γιώργος ήξερε να μιλάει κιόλας γαλλικά. Το καλοκαίρι ήρθε, τα σχολεία έκλεισαν και ο Γιώργος έπιασε δουλειά στο σταθμό. Εκεί τον αγαπούσαν όλοι και στον πατέρα του όλοι έλεγαν να τον στείλει για να σπουδάσει. Ο Παπαστέργιος μη έχοντας την οικονομική δύναμη απαντούσε « Πού πιδιάμ;» Όμως οΓάλλος αρχιτεχνίτης, που τον είχε συμπαθήσει πολύ, μεσολάβησε και έτσι ο Γιώργος εγκαταστάθηκε στα σπίτια της εταιρείας σιδηροδρόμων που είχαν στην Λαμία. Εκεί συνέχισε το Γυμνάσιο. Ο Γιώργος ήταν ένα παλικάρι ψηλό, με όμορφα μεγάλα μάτια. Ζωηρός και με λίγο ατίθασο χαρακτήρα. Διακρινόταν όμως στο σχολείο. Πάντα, μέσα στους πρώτους. Αποφοίτησε με άριστα από το γυμνάσιο στη Λαμία και ήταν έτοιμος για σπουδές στην Αθήνα. 1η Οκτωβρίου του 1900. Ήρθε η κλήση του για το στράτευμα. Από τις πρώτες μέρες της παρουσίας του στο στράτευμα άρχισε και πάλι να διακρίνεται. Η αγάπη του για τα γράμματα δεν πέρασε απαρατήρητη κι εδώ. Ο διοικητής του τον ξεχώρισε και τον πρότεινε για την σχολή μονίμων υπαξιωματικών. Ένα κρυφό όνειρο άρχισε να γίνεται πραγματικότητα. Ο Γιώργος το δέχτηκε και τελείωσε τη σχολή με άριστα. 1912 – 1913 Ένας ακόμα πόλεμος ξεκινά. Ο Βαλκανικός πόλεμος Η μονάδα του Γιώργου είναι στην πρώτη γραμμή. Η μάχη και ήττα των Ελλήνων από τους Τούρκους σε Μουζάκι και Καρδίτσα του χάραξε την ψυχή. Η ντροπή για την ήττα τον γεμίζει θυμό και πείσμα. Γίνεται οργή και ξεσηκώνοντας τους στρατιώτες του, κυνηγούν τους Τούρκους με τις ξιφολόγχες, οι οποίοι φεύγουν τρέχοντας. Δυνατή η φωνή του ακουγόταν παντού « Εμπρός παιδιά, εμπρός Τα τουρκικά φυλάκια έπεφταν το ένα μετά το άλλο. Πείνα, δίψα και κακουχίες δεν τον απέτρεπαν από την ικανοποίηση του να βλέπει τους τούρκους να υποχωρούν. Γι’ αυτό και διακρινόταν πάντα. Για την αντρειοσύνη του και την αντρεία της διμοιρίας του παρασημοφορήθηκε και του έδωσαν το βαθμό του Ανθυπασπιστή. 26 Οκτωβρίου 1912. Καταλαμβάνουν την Θεσσαλονίκη. Η μονάδα του Γιώργου παρελαύνει νικητήρια. Οι Βούλγαροι εκμεταλλεύονται την αδυναμία των Τούρκων και θέλουν την Θεσσαλονίκη δική τους. Ο Γιώργος διακρίνεται και πάλι στην μάχη του Λαχανά, κυνηγώντας με πραγματική λύσσα τους Βούλγαρους μέχρι και πέρα από τα σύνορα. Ο στρατός σε ειδική τελετή του απονέμει το βραβείο ανδρείας και τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού21-5-1914. Ο βαθμός του Ανθυπολοχαγού τον τιμά και μετατίθεται στο τάγμα πολιτοφυλακής της Λήμνου. Μετά λίγους μήνες αποσπάται στο 26ο σύνταγμα Πεζικού στη Άρτα. Εκεί ο έρωτας μιας δεκαεξάχρονης όμορφης κοπελιάς του χαράζει την καρδιά και τη ζωή. Μαθήτρια ακόμη εκείνη του κλέβει το μυαλό. Αυτός με τη σειρά του της υπόσχεται γάμο πριν ακόμη εκείνη τελειώσει το σχολείο. Παρόλες τις αντιρρήσεις του πλούσιου πατέρα της για την δουλειά του, που θα τους υποχρέωνε να ζουν σα νομάδες από πόλη σε πόλη, την παντρεύεται. Ανεβαίνει τα σκαλιά του Μητροπολιτικού ναού Αγίου Δημητρίου Άρτας το Μάιο του 1915. Ντυμένος με την επίσημη στολή του Υπολοχαγού, τα παράσημα και το ξίφος του, υποδέχεται την Αικατερίνη Καλυβιώτη με όλη την αξιοπρέπεια και την λάμψη του. Ο γάμος του συζητιόταν για πολύ. Ο Γιώργος και η Νίνα, όπως έλεγε την γυναίκα του εγκαταστάθηκαν προσωρινά στην Άρτα. Το 1916 δεν εντάχθηκε στο κίνημα του Ελευθερίου Βενιζέλου με αποτέλεσμα την στέρηση βαθμού. Στις 31 Αυγούστου του 1917, αφού συμπλήρωσε τον απαιτούμενο χρονικό διάστημα για την προαγωγή του, παίρνει το βαθμό Λοχαγού. Για την εντιμότητά του και την αυτοθυσία του για τα ιδανικά της πατρίδας το 1917 του αναθέτουν την διοίκηση του λόχου των Ευζώνων. Δυο χρόνια μετά, το 1919 παίρνει το βαθμό του Ταγματάρχη. Μετατίθεται στο 25ο Σύνταγμα πεζικού ως διοικητής, το οποίο ετοιμαζόταν για την μεγάλη εκστρατεία στην Μικρά Ασία. Αμέσως μετά την αναχώρηση του Γιώργου για την Μ. Ασία, η γυναίκα του Νίνα πήρε τη μικρή τους κόρη Βασιλική και πήγε στο Φανάρι. Όταν οι δικοί της απορημένοι την ρώτησαν γιατί φεύγει, ενώ κοντά τους θα είχε την καλύτερη δυνατή φροντίδα αλλά και περισσότερη άνεση, εκείνη τους απάντησε πως η θέση της και το σπίτι της ήταν στο φανάρι στου Παπαστεργίου και μαζί τους θα αντιμετώπιζε κάθε χαρά και λύπη. Τον Μάιο του 1920 ο Γιώργος στέλνεται με την μονάδα του στη Μ. Ασία. Παίρνει μέρος σε όλες σχεδόν τις μάχες. Οι Έλληνες νικητές και ο Γιώργος βραβεύεται με το χρυσό μετάλλιο του φοίνικα στη Σμύρνη. Η μονάδα του έφτασε ως τον Σαγγάριο ποταμό. Από εκεί και μετά άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τους Έλληνες. Οι ξένες δυνάμεις φοβήθηκαν την γενναιότητα των Ελλήνων γι’ αυτό και μυστικά άρχισαν να υποστηρίζουν τους Τούρκους. Εκεί, στις πηγές του Σαγγάριου ποταμού, τους βρήκε το κακό μαντάτο, ότι το Ελληνικό μέτωπο διασπάστηκε και γι αυτό έπρεπε να οπισθοχωρήσουν. Όρος Καρά Τεπέ. Αναλαμβάνει να οργανώσει την οπισθοχώρηση των στρατιωτών του και του άμαχου πληθυσμού προς την Ελλάδα. Κατά την επιστροφή του, στο χωριό Ιξέ τραυματίστηκε με συντριπτικό κάταγμα στο αριστερό του χέρι. Παρόλο που του είπαν να αποχωρήσει αυτός συνέχισε να είναι κοντά στους στρατιώτες του και κατάφερε να αιχμαλωτίσει πολλούς Τσέτες. Πετυχαίνει να σώσει την περιοχή από τις θηριωδίες των Τούρκων κα την μονάδα του από την βέβαιη αιχμαλωσία. Για την πράξη του αυτή παρασημοφορήθηκε με το αριστείο ανδρείας. Όταν γύρισε στην πατρίδα εισήχθη σε νοσοκομείο και οι γιατροί μόλις που πρόλαβαν να του σώσουν το χέρι. Η Ελληνική πολιτεία τότε σε ειδική τελετή του απονέμει το Χρυσό Σταυρό Του Σωτήρος. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή έγινε η επανάσταση των Πλαστήρα, Φωκά και Γονατά. Χίλιοι αξιωματικοί διώχθηκαν από το στράτευμα ως ανίκανοι. Ο Γιώργος, από τους λίγους που δεν διώχτηκαν, αναλαμβάνει τη διοίκηση του Συντάγματος στη Πρέβεζα και το 1925 στην Άρτα. Το 1928 μετατίθεται στο 10ο Σύνταγμα πεζικού ως φρούραρχος με έδρα την Κέρκυρα Το 1930 γίνεται συνταγματάρχης και αναλαμβάνει διοικητής του 6ου συνοριακού τομέα στο Σιδηρόκαστρο. Το 1935 μετατίθεται στα Ιωάννινα και αναλαμβάνει διοικητής της Μεραρχίας Πεζικού. Το 1936 προάγεται σε υποστράτηγο και τοποθετείται διοικητής της12ης μεραρχίας πεζικού Κομοτηνής και το 1937 αναλαμβάνει τη διοίκηση της Μεραρχίας του αρχιπελάγους με έδρα τη Μυτιλήνη από όπου και η φωτογραφία επισκέψεως του βασιλέα Γεωργίου. Αρχές του 1938 του ανατίθεται η διοίκηση της 7ης μεραρχίας Δράμας. Δύσκολη η αποστολή, έπρεπε να επιτηρεί και τα οχυρά που ήταν σε εξέλιξη και έπρεπε να τελειώσουν. Στο τέλος του 1938 του ανατίθεται η διοίκηση της 5ης Μεραρχίας στην Κρήτη με έδρα τα Χανιά. Η σύνθεση της 5ης Μεραρχίας όταν διοικητής ήταν ο Υποστράτηγος Παπαστεργίου ήταν περίπου έτσι: Υποδιοικητής ο Συνταγματάρχης Διονύσιος Παπαδόγκωνας Επιτελάρχης ο Αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Τζεραβίνης Διευθυντής του 1ου γραφείου ο Ταγματάρχης Πεζικού Κωνσταντίνος Παπαδημητρίου Διευθυντής του 2ου γραφείου ο Ταγματάρχης Πεζικού Ανδρέας Λουλακάκης Διευθυντής του 3ου γραφείου ο Αντισυνταγματάρχης Πεζικού Κωσταρέλος Γεώργιος και Βασίλειος Τσεκούρας Διοικητής του 5ου Συντάγματος Πυροβολικού και δύο μονάδων Μ.Ο.Π ο Αντ/άρχης Λουκάς Μαρινόπουλος με έδρα το Ηράκλειο Η 5η ομάδα Αναγνωρίσεων Ο 1ος Λόχος Σκαπανέων Ένας Λόχος Διαβιβάσεων Και μια Ίλη Ιππικού Οκτώβρης του 1940. Τα πρώτα τηλεγραφήματα φθάνουν στην Κρήτη. Μιλάνε για επίθεση της Ιταλίας και πιθανή επίθεση από τους Βουλγάρους. Η Ιταλία κηρύττει τον πόλεμο στην πατρίδα και έπρεπε να αμυνθούμε. Ο Παπαστεργίου αφήνει την οικογένεία του στον έμπιστό του φίλο Δερμιτσάκη στο σπίτι του στο χωριό Φουρνέ και ακολουθεί την 5η μεραρχία. Ο Ιωάννης Μεταξάς συνομιλεί με τον Παπαστεργίου και του λέει πως στηρίζει όλες του τις ελπίδες σ’αυτόν και στην εκπαιδευμένη του μεραρχία και του εύχεται μόνο νίκες. Η μεραρχία άρχισε να φορτώνεται στα καράβια. Ο αγιασμός του μητροπολίτη, η ομιλία του δημάρχου όπως και του στρατηγού εμψυχώνουν στρατιώτες και πολίτες. (Άννα Παπαστεργίου Κορίνα, μικρό κοριτσάκι τότε, θυμάται τον πατέρα της να τους αποχαιρετά και τον υπασπιστή του τον Μαραβίτσα, κρατώντας το άλογό του πατέρα της τον Κίσαβο, να τον ειδοποιεί πως ήρθε η ώρα να ανεβούν στο πλοίο, πως ήρθε η ώρα της αναχώρησης.) 30 Νοεμβρίου του 1940 η 5η Μεραρχία έφθασε στο Αμύνταιο. Μετά από εκεί στις 7 Δεκεμβρίου στον Κορησσό, στις 14 Δεκεμβρίου στα Μπίγλιστα,19 Δεκεμβρίου στο Τεπεζίκ,20 Ιανουαρίου 1941 στη Μπόροβα και μετά από σκληρές μάχες και με πολλούς Ιταλούς αιχμαλώτους φθάνει στην Τρεμπεσίνα στις 3 Φεβρουαρίου του 1941 Εδώ το Β΄ Σώμα Στρατού με ημερήσια διαταγή απένειμε ηθικές αμοιβές στον Διοικητή, σε πολλούς αξιωματικούς και οπλίτες και πρότεινε την απονομή του Χρυσού Αριστείου Ανδρείας στις Σημαίες των τριών Συνταγμάτων της Μεραρχίας. Κάτω από τις οδηγίες του Παπαστεργίου, η 5η Μεραρχία είχε πάντα νίκες και πολλά κατορθώματα. Κατάφερε να αιχμαλωτίσει την καλύτερη διμοιρία αλπινιστών των Ιταλών.*Ο μέραρχος είχε πολλά να αντιμετωπίσει. Ένα από αυτά ήταν και το κρύο. Οι Κρητικοί μαθημένοι στο ζεστό κλίμα της Κρήτης δεν άντεχαν και οι περισσότεροι έπαθαν κρυοπαγήματα. Με έκκληση στον Μητροπολίτη Χανίων ζήτησε βαρύ ρουχισμό και κάλτσες καθώς και τρόφιμα όπως σταφίδα, καρύδια και οτιδήποτε ανεβάζει την θερμοκρασία του σώματος. Ο Μητροπολίτης ευγενής και ευπατρίδης, έστελνε πολλά εφόδια, τα οποία έφθαναν στα Γιάννενα. Στη μονάδα όμως, που ήταν στην Τρεμπεσίνα, πήγαιναν πολύ λίγα. Στη μεραρχία κάποιος βαθμοφόρος κρητικός μαζί με τον αδερφό του, που ήταν χωροφύλακας στα Γιάννενα, τα πουλούσαν στη μαύρη αγορά. Το γεγονός δεν άργησε να γίνει γνωστό και ο Παπαστεργίου έστειλε τον βαθμοφόρο στρατοδικείο. Έξι Απριλίου και οι Γερμανοί εξαπολύουν επίθεση κατά των Ελλήνων στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Η συνθηκολόγηση με τους Ιταλούς έγινε και οι Έλληνες από την επίθεση περνούν στην άμυνα, έτσι η διαταγή για την οπισθοχώρηση της μεραρχίας ήταν επόμενο να φτάσει στις επόμενες ημέρες. 7 Απριλίου και η αποχώρηση από τα Αλβανικά εδάφη αρχίζει. Ο στρατηγός δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι μετά από τόσες νίκες και κατορθώματα θα παρέδιδαν τα όπλα έτσι απλά χωρίς μάχη .Τα χειρότερα ήρθαν όταν οι Γερμανοί έφτασαν στη Θεσσαλονίκη. Από τότε άρχισε η υγεία του στρατηγού να κλονίζεται. Η οπισθοχώρηση άρχισε. Θυμούμενος την οπισθοχώρηση της Μ. Ασίας, κάλεσε τους αξιωματικούς του και τους έδωσε οδηγίες μη μπορώντας να κρύψει την θλίψη του αλλά και το θυμό του. Τους είπε πως δεν έπρεπε να διαλυθούν και να τραπούν σε άτακτη φυγή αλλά να οπισθοχωρήσουν με αξιοπρέπεια και ενωμένοι. Το ίδιο είπε και στους οπλίτες του όταν προσπάθησε να τους ενθαρρύνει για μια ακόμη φορά. Ο Παπαστεργίου δηλώνει στους επιτελείς του ότι τη μεραρχία δεν την διαλύει. Δίνει διαταγή όσοι ήταν από τις γύρω περιοχές να γυρίσουν στα σπίτια τους. Μέσα από δύσβατους δρόμους και με μεγάλη διαρροή στρατιωτών, φθάνουν στην Κοσίνα. Εδώ γίνεται η σύμπτυξη της μεραρχίας με προορισμό τη Μονή Βελά. Στις 15 Απριλίου έχοντας για δικαιολογία την υγεία του στρατηγού Παπαστεργίου (είχε πάθει νευρικό κλονισμό) τον αντικαθιστούν με τον συνταγματάρχη Διονύσιο Παπαδόγκωνα. Η μεραρχία στις 19 φθάνει στη Μονή Βελά και από εκεί φεύγει για τη Χρυσοράχη. Στις 21 Απριλίου η μεραρχία φθάνει στη Ζίτσα, όπου παρατηρείτε η μεγαλύτερη διαρροή ανδρών. Οι Κρητικοί αρνούμενοι να ακολουθήσουν τις διαταγές των ανωτέρων τους φεύγανε άτακτα. 23 Απριλίου γίνεται η ανακωχή με τους Γερμανούς, η μεραρχία ανασυντάσσεται και στις 25 παραδίδει τα όπλα στη περιοχή Εμίν Αγά. Εννέα Μαΐου του ’41 η μεραρχία φθάνει στη Ναύπακτο. 24 Μαΐου φθάνει στην Τρίπολη όπου ήρθε η διαταγή της διάλυσης της 5ης Μεραρχίας και η κατανομή των οπλιτών σε διάφορες πόλεις. Ο στρατηγός Παπαστεργίου μετά την αντικατάστασή του επιστρέφει στην Αθήνα και νοσηλεύεται στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο όπου και μαθαίνει ότι από τους Μολάους φεύγουν πολλοί Εγγλέζοι και Νεοζηλανδοί για Κρήτη . Όταν συνέρχεται κάπως πηγαίνει στο σπίτι του κουνιάδου του, Παντελή Καλυβιώτη, πρώην αξιωματικού και πρώην νομάρχη Θεσπρωτίας, ο οποίος έμενε στην Κυψέλη στην οδό Αίγλης. Κάποια μέρα όταν ο κουνιάδος του απουσίαζε, έφυγε κρυφά για Μολάους. Παρόλο που η μεγάλη του κόρη, Βασιλική, με τον σύζυγό της Παναγιώτη Χριστόπουλο, τραυματίας πολέμου κι αυτός, ήταν στο Ναύπλιο, δεν πέρασε από εκεί. Όταν τον ρώτησαν γιατί, δικαιολογήθηκε πως αν πήγαινε δεν θα τον άφηναν να φύγει και αυτός ανησυχούσε για την οικογένειά του. Δεν είχε λάβει νέα τους πάρα πολύ καιρό. Εκτός όμως από την οικογένειά του ανησυχούσε και για την τύχη της μεγαλονήσου και τον αγώνα της ενάντια στους Γερμανούς. Άλλωστε θα του ήταν αδύνατον να δει την Αθήνα γεμάτη με τους κατακτητές. Από τους Μολάους έφυγε με καΐκι μαζί με πολλούς άλλους Νεοζηλανδούς, Εγγλέζους και Έλληνες. Φθάσανε στο Καστέλι της Κρήτης τα χαράματα της 29ης Απριλίου. Ο στρατηγός πήγε στο σπίτι ενός φίλου του, του γιατρού Μαργαρίτη, που τον γνώριζε από τη Μ. Ασία. Σε ‘κείνον άνοιξε την καρδιά του και του μίλησε για πολλά. Μόλις άνοιξε το κοινοτικό γραφείο επικοινώνησε τηλεφωνικά με την μεραρχία. Ο αξιωματικός με τον οποίο μίλησε δεν έκρυψε καθόλου την έκπληξη και την συγκίνησή του μόλις άκουσε το στρατηγό. Έστειλε μάλιστα και αυτοκίνητο για να τον παραλάβει. Επικοινώνησε όμως και με το κοινοτικό γραφείο του Φουρνέ, όπου βρισκόταν η οικογένειά του. Αφού μίλησε μαζί τους, τους υποσχέθηκε πως το βράδυ θα ήταν μαζί τους. Ο γιατρός Μαργαρίτης δεν τον άφησε στιγμή μόνο του. Ξεκινήσανε για το σπίτι του και ο γιατρός του συνέστησε ξεκούραση. Κατά τις 1230 ο Δεσπότης του Κίσαμου,(Ευδόκιμος) τον επισκέφτηκε και του πρότεινε να περπατήσουν, επειδή ο Γιώργος ήταν πολύ ανήσυχος για την αργοπορία του αυτοκινήτου, και να τον ενημερώσει για τα όσα συνέβησαν κατά τον πόλεμο και για την Μεραρχία. Θα ήταν δύο η ώρα το μεσημέρι και ο Στρατηγός ήταν πολύ ανήσυχος γιατί αργούσε πολύ να φανεί το αυτοκίνητο που θα τον πήγαινε στη μονάδα του. Ο Δεσπότης προκειμένου να τον ηρεμήσει του πρότεινε να πάνε μια βόλτα. 29 Απριλίου 1941. Ο Παπαστεργίου μαζί με τον δεσπότη βαδίζανε αμέριμνοι συζητώντας. Δύο η ώρα το μεσημέρι. Ξαφνικά ένας χωροφύλακας παρουσιάζεται μπροστά τους και με μία κίνηση πυροβολεί τον Στρατηγό. Η σφαίρα έπληξε το κεφάλι του Στρατηγού, Γιώργου Παπαστεργίου. Το στόμα του σφραγίστηκε. Η φωνή του δεν πρόλαβε να δηλώσει το γιατί*** και το βλέμμα του γεμάτο απορία έχασε το φως. Ο μπαρουτοκαπνισμένος Στρατηγός πέφτει άψυχος, από το χέρι του αχάριστου χωροφύλακα που ο ίδιος είχε βοηθήσει στους Μολάους.. Η θυσία του στην αξιόμαχη Μεραρχία που μεγαλούργησε στις μάχες που έδωσε, έσβησε σε μια στιγμή. Δεν πρόλαβε να δει και την δόξα στη μάχη στο Καστέλι Κίσσαμου. Ένας χωροφύλακας, ένα πιστόλι, μια σφαίρα και η σιωπή. Εκεί, στο νεκροταφείο των Χανίων, τυλιγμένος με την γαλανόλευκη αποχαιρετήθηκε από την οικογένειά του, τους στρατιώτες του, τους φίλους που πίστεψαν σ’αυτόν. Ο Άγγλος Αξιωματικός, ο Δεσπότης, όπως και ο Δήμαρχος του απέδωσαν το ύστατο χαίρε με τον όρκο να μη πατήσει γερμανική μπότα στη Μεγαλόνησο. Στην κηδεία παρευρέθη και η κυβέρνηση Τσουδερού. Οι ηθικές ανταμοιβές και τα παράσημα πολλά για τον Στρατηγό. Μετά θάνατο η πατρίδα τον τίμησε ακόμη μια φορά δίνοντάς του τον βαθμό του Αντιστράτηγου και απονέμοντάς του το παράσημο του Χρυσού Σταυρού Ταξιάρχη του τάγματος. Το στρατόπεδο που έδρευε η 5η Μεραρχία πήρε το όνομά του, πρόταση του νέου διοικητή της 5ης μεραρχίας Στρατηγού Ζειραδάκη. Ο κεντρικός δρόμος στο Καστέλι, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή ο Στρατηγός, φέρει και αυτός το όνομά του. Η μεγαλύτερη όμως από όλες τις τιμές είναι αυτή που στα αρχεία της ιστορίας στρατού τον έχουν σαν αποθανόντα στο πεδίο της μάχης στο Καστέλι Κίσσαμου. Την ίδια αναφορά κάνει και ο πρωινός τύπος της Καρδίτσας σε αφιέρωμα στους νεκρούς του Νομού μας. Μόνο η γενέτειρά του δεν τον τίμησε ποτέ. Η εκταφή του Γεώργιου Παπαστεργίου έγινε το 1949 από την κόρη του Άννα Παπαστεργίου Κορίνα. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών σε κοινοτάφειο που έφτιαξε ο Χρυσός Σταυρός Ταξιαρχών του Τάγματος του Γεωργίου του Α΄ Στρατηγός Τσακαλώτος για τους πεσόντες Αξιωματικούς του Αλβανικού Έπους, Μέσης Ανατολής, Κορέας και Εμφυλίου Πολέμου, όπου και ακόμα αναπαύεται. Έτσι έσβησε η δόξα της 5ης Μεραρχίας, που η δόξα και η φήμη για τα κατορθώματα και τις νίκες της ήταν μεγάλη. Έτσι έσβησε και μια μεγάλη προσωπικότητα των ελληνικών στρατευμάτων, ο Γεώργιος Παπαστεργίου.
ΠΗΓΗ
***Τον δ/τή της Μεραρχίας Παπαστεργίου τον εκτέλεσε ο χωροφύλακας θεωρώντας πως φρόντισε να φύγει εγκαταλείποντας έρμαιους της τύχης των τους άνδρες του, και λέγοντάς του οργισμένα: "Πού παράτησες τα παιδιά μας στρατηγέ;" τράβηξε το πιστόλι του και τον εκτέλεσε.

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009

ΜΙΑ ΚΗΔΕΙΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ 35 ΧΡΟΝΙΑ

Του ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΔΡΟΥΣΙΩΤΗ
Ύστερα από 35 χρόνια την άλλη Κυριακή θα γίνει στην Κύπρο η κηδεία δύο οικογενειών που σχεδόν ξεκληρίστηκαν, τον πυρωμένο Αύγουστο του '74, όταν μια ομάδα φανατικών Τουρκοκυπρίων τις έστησε στον τοίχο. Είναι οι οικογένειες Λιασή και Σουπουρή που μακελεύτηκαν στο χωριό Παλαίκυθρο της Μεσσαορίας. Οι τουρκοκύπριοι εξτρεμιστές πυροβόλησαν 22 αθώους -οι περισσότεροι γυναίκες και παιδιά -από τους οποίους τέσσερις σώθηκαν: η Γιαννούλα Λιασή (29 ετών τότε), η Χριστίνα Λιασή (23), ο Γιώργος Λιασής (14) και ο Πέτρος Σουπουρής (10). Ένα άλλο αγόρι, ο Κώστας Σουπουρής (9) είχε κατορθώσει να διαφύγει νωρίτερα απ' τη σφαγή. Τα δύο ορφανά της οικογένειας Σουπουρή, ύστερα από έρευνες χρόνων, ανακάλυψαν τα οστά του πατέρα, της μάνας, των δύο αδελφών και μιας θείας τους που σκοτώθηκαν δίπλα τους το 1974. Τα οστά βρέθηκαν σε ομαδικό τάφο στο Παλαίκυθρο και ταυτοποιήθηκαν στο εργαστήριο της Επιτροπής Αγνοουμένων. Ένας ακόμη αδελφός, ο Γιάννης, δεν βρέθηκε στον ίδιο τάφο. Αν και νεκρός, τυπικά θεωρείται ακόμα αγνοούμενος.
Όλα ξεκίνησαν στις 14 Αυγούστου 1974, όταν το τουρκικό Γενικό Επιτελείο έδωσε διαταγή προέλαση μετά την κατάρρευση των συνομιλιών στη Γενεύη κι ενώ από τις 20 Ιουλίου είχε και καταληφθεί το 10% του νησιού. Η προέλαση προς την Αμμόχωστο γινόταν από την 39η μεραρχία, υπό τον στρατηγό Ντεμιρέλ, ο οποίος στα απομνημονεύματά του περιγράφει τι αντίκριζε στα εγκαταλειμμένα ελληνικά χωριά: «Οι πόρτες των σπιτιών ήταν ορθάνοιχτες κι όλα είχαν εγκαταλειφθεί όπως ήταν. Μαγειρεμένα φαγητά, κομμένα και μισοφαγωμένα φρούτα.
Τα υπνοδωμάτια και τα καθιστικά εγκαταλείφθηκαν άρον άρον όπως ήταν». Το Παλαίκυθρο είναι ένα χωριό στη Μεσσαορία με γεωργούς και κτηνοτρόφους, που το άφησαν όπως-όπως για να σωθούν. Μόνο τρεις φαμίλιες έμειναν για να φροντίζουν τα ζώα τους. Μεταξύ αυτών και η επταμελής οικογένεια του Αντρέα Σουπουρή. Μια ομάδα νεαρών Τουρκοκυπρίων από το γειτονικό χωριό Επηχώ έφτασε, τότε, στο Παλαίκυθρο για πλιάτσικο, παίρνοντας από τη φάρμα του Σουπουρή τις αγελάδες και τα σύγχρονα μηχανήματα αρμέγματος. Έφυγαν, αλλά σε λίγο επέστρεψαν οπλισμένοι. Είτε για να κλείσουν στόματα για το πλιάτσικο, είτε για λόγους αντεκδίκησης, διέταξαν την οικογένεια Σουπουρή και άλλες δύο οικογένειες να βγουν στην πίσω αυλή. Ύστερα άρχισαν να τους πυροβολούν, με τα σώματα να πέφτει το ένα πάνω στο άλλο. Από τους 21, οι 17 βρήκαν αμέσως φρικτό θάνατο, οι τέσσερις έμειναν τραυματίες και ο ένας, ο Κώστας Σουπουρής, γλίτωσε τρέχοντας... «Πρώτα σκότωσαν τους μεγάλους και μετά τους μικρούς. Εγώ βγήκα τελευταίος από το σπίτι. Με πυροβόλησαν και έπεσα. Έχασα τις αισθήσεις μου. Όταν συνήλθα χτυπημένος, άκουσα μόνον έναν από τους τραυματίες να ζητάει νερό». Ένας Τούρκος αξιωματικός που εμφανίστηκε μάζεψε τους τέσσερις τραυματίες και διέταξε να τους περιθάλψουν σ' ένα κοντινό χωριό το Βόνη. Τους νεκρούς είπε να τους θάψουν σ' ένα χωράφι με ελαιόδεντρα. Τα δύο παιδιά που επέζησαν, μεταφέρθηκαν από τον Ερυθρό Σταυρό στην ελεύθερη Κύπρο και μεγάλωσαν με τις θείες τους.
Ο Πέτρος Σουπουρής πάντα ήθελε να γίνει πιλότος. Λόγω της οικογενειακής του τραγωδίας απηλλάγη της στρατιωτικής θητείας, στα 20 του χρόνια απέκτησε δίπλωμα πιλότου με σπουδές στη Βρετανία και σήμερα είναι κυβερνήτης στις Κυπριακές Αερογραμμές. Ο αδελφός του Κώστας σπούδασε υπολογιστές και είναι ειδικός στα συστήματα αποκρυπτογράφησης στην κυπριακή αστυνομία. Μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, το 2003, η τουρκοκύπρια δημοσιογράφος Σεβκιούλ Ουλουντάγ δημοσίευσε στην εφημερίδα «Χαλκίν Σεσί» την ιστορία της οικογένειας Σουπουρή και ανέλαβε πρωτοβουλία για ανεύρεση του ομαδικού τάφου. Το καλοκαίρι του 2007 ο τάφος εντοπίστηκε και ανοίχτηκε από την Επιτροπή Αγνοουμένων. Μόλις την περασμένη εβδομάδα ενημερώθηκαν επίσημα και οι συγγενείς.«Εκείνοι που έκαναν αυτό το έγκλημα θα τιμωρηθούν από την ίδια τη ζωή», λέει σήμερα ο Πέτρος Σουπουρής, ο οποίος, στο μεταξύ, έχει επισκεφθεί το χωριό του στα κατεχόμενα. «Στο σπίτι μου ζει τώρα ένας καλός άνθρωπος που παραδέχεται ότι ανήκει σε μένα και μάλιστα μου είπε πως αν θέλω να γυρίσω, θα μου το επιστρέψει αμέσως».
Και συμπεραίνει: «Αυτά όλα συνέβησαν στις συνθήκες εκείνης της εποχής, και το ζήτημα είναι να το αντιληφθούμε αυτό. Άλλοι έχασαν, άλλοι κέρδισαν, άλλοι επηρεάστηκαν από τα γεγονότα και άλλοι όχι. Αυτό που τώρα έχει σημασία είναι τα παιδιά μου, τα παιδιά σας, τα παιδιά μας να μη ζήσουν ποτέ τέτοιες στιγμές. Πρέπει να αντιληφθούμε τι συνέβη για να αποφύγουμε τα ίδια στο μέλλον».